Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Ο Κάρλος Φουέντες και η νέα αριστερά

Ο μεξικανός λογοτέχνης με τη βαθιά πολιτική σκέψη πιστεύει ότι η αριστερά δεν πρέπει να νοσταλγεί αυτό που δεν κατάφερε να γίνει.
O Κάρλος Φουέντες θεωρείται ο σημαντικότερος συγγραφέας του Μεξικού και ένας από τους πιο εμβληματικούς και αναγνωρισμένους διανοουμένους του ισπανόφωνου κόσμου. Οι Μεξικανοί τον θεωρούν το ζωντανό πρότυπο του πολιτισμού τους. Ο 84χρονος σήμερα Φουέντες γεννήθηκε στον Παναμά όπου υπηρετούσε ο διπλωμάτης πατέρας του. Ελαβε τη βασική του εκπαίδευση και μόρφωση σε δημόσια σχολεία της Ουάσιγκτον στις Ηνωμένες Πολιτείες, και επέστρεφε στο Μεξικό στις διακοπές για να τις περάσει με τις γιαγιάδες του: «Τις δύο φοβερότερες παραμυθατζούδες του κόσμου». Σπούδασε Νομικά στο Μεξικό, αφού ο πατέρας του είχε βάλει τον μεγαλύτερο εκείνη την εποχή μεξικανό συγγραφέα, τον Αλφόνσο Ρέγες, να τον πείσει ότι με το να γράφει βιβλία στη συντηρητική μεξικανική κοινωνία δεν θα έβγαζε χρήματα για να ζήσει. «Η αλήθεια όμως είναι ότι από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας. Νομίζω ότι το να γράφεις αλλά και το να διαβάζεις είναι “παράδεισος”» σχολιάζει τώρα.
Ετσι από το 1954 βρέθηκε για μερικά χρόνια να ασχολείται παράλληλα με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, αλλά και με την πολιτική ως εκπρόσωπος του Μεξικού στον ΟΗΕ και ως πρεσβευτής σε διάφορες χώρες. Στο τέλος όμως παράτησε την πολιτική για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012


Το μάθημα της πατάτας.

Σαν χρήσιμο πράγμα που ικανοποιεί διατροφικές ανάγκες, ένα τσουβάλι πατάτες Νευροκοπίου 20 κιλών στο Πάρκο Γουδή, ή στην είσοδο του Δημαρχείου Βύρωνα, ή στον παράδρομο της Εθνικής οδού Αθηνών - Λαμίας στη Νέα Κηφισιά δεν διαφέρει σε τίποτα από οκτώ συσκευασίες των δυόμισι κιλών πατάτας Νευροκοπίου σε ένα σούπερ μάρκετ στου Ζωγράφου, ή στον Βύρωνα ή στην Πολιτεία της Κηφισιάς.
Αντιθέτως, σαν εμπορεύματα, δηλαδή σαν κοινωνικά πράγματα, το τσουβάλι των είκοσι κιλών και οι συσκευασίες των δυόμισι κιλών διαφέρουν σημαντικά.
Το τσουβάλι των είκοσι κιλών είναι ένα απλό (μη καπιταλιστικό) εμπόρευμα, δηλαδή ένα εμπόρευμα που η πώλησή του, η μετατροπή του σε χρήμα, πέρα από το κόστος παραγωγής, εξασφαλίζει στον κάτοχό του, τον αγρότη-μικροπαραγωγό, απλώς ένα ατομικό εισόδημα διαβίωσης, κατά περίπτωση περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικό. Κι αυτό διότι έχει παραχθεί και συσκευαστεί από μια οικογενειακή μικροεπιχειρηματική δραστηριότητα, στην οποία ο ιδιοκτήτης είναι και άμεσα εργαζόμενος.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Το παραμύθι της ανάπτυξης. Tου Γιάννη Μακριδάκη

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό μια παραδοσιακή ελληνική οικογένεια που ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι στην ύπαιθρο και είχε ένα εύφορο κτήμα ολόγυρα, είχε πηγάδι, στέρνα, περιβόλι και ζώα διάφορα. Πολλές γενιές έζησαν και έθρεψαν τα παιδιά τους μέσα σε αυτό το κτήμα, αλλά έφτασε κάποτε η ώρα, εντός της δεκαετίας του 1980, κατά την οποία ο πατέρας, που είχε μεγαλώσει δουλεύοντας στη γη και μπούχτισε, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να λάβει δάνειο από την τράπεζα και να χτίσει μες στο κτήμα ενοικιαζόμενα δωμάτια για να φιλοξενεί τουρίστες, να συμβαδίσει με την εποχή του και να αναπτυχθεί.
Έχτισε λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι γης που το χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος για την παραγωγή των αναγκαίων προϊόντων της διατροφής τους αλλά δεν τον πείραξε και πολύ διότι, όπως τα υπολόγισε, με τα λεφτά που κέρδιζε από τον τουρισμό μπορούσε όλα αυτά που δεν παρήγαγε πλέον να τα αγοράζει και να είναι και πιο ξεκούραστος- πέταξε σιχτιρίζοντας και τους παλιούς σπόρους που είχε κρατημένους στο κελάρι ο μακαρίτης ο πατέρας του, ως άχρηστους πλέον.
Οι δουλειές πήγαιναν αρκετά καλά, ξεπλήρωνε τις δόσεις του δανείου κανονικότατα και έτριβε τα χέρια του, ήτανε περήφανος για την απόφασή του και κορδωνότανε κάθε τόσο στη γυναίκα του που έπλενε σεντόνια γελώντας κι αυτή. Μετά από ένα διάστημα αποφάσισε να επεκτείνει λίγο ακόμα την επιχείρησή του, κι έτσι έβγαλε τα ζώα από το κτήμα διότι βρομούσαν και δεν συμβάδιζαν με τους νέους κανόνες υγιεινής, άσε που έπιαναν και πολύτιμο χώρο, έχτισε μερικά ακόμα δωμάτια, έριξε τσιμέντο σε ένα ακόμα μέρος του κτήματος για να το κάνει χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων των πελατών αλλά και των οχημάτων της οικογένειας που φτάσανε να έχουν από ένα ο καθένας τους, να μη σηκώνεται και σκόνη απ' το χώμα, κι έκανε βόθρο το πηγάδι διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς μιας και οι επισκέπτες αυξάνονταν χρόνο με το χρόνο και οι ανάγκες ήταν επείγουσες.